- ωογενής
- -ές / ᾠογενής, -ές, ΝΑγεννημένος από αβγό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θυμο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠιογενῆ — ᾠογενής born of an egg neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ᾠογενής born of an egg masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ᾠογενής born of an egg masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek